- διχόβουλος
- δῐχό-βουλος, ον,A of different counsel, adverse,
Νέμεσις Pi.O.8.86
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Νέμεσις Pi.O.8.86
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
διχόβουλος — διχόβουλος, ον (Α) αυτός που έχει διαφορετική γνώμη, εχθρικός … Dictionary of Greek
διχόβουλον — διχόβουλος of different counsel masc/fem acc sg διχόβουλος of different counsel neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)